-
1 λειτουργία
[литургиа] ουσ. Θ. функционирование механизма и т. п, (εκκλ.) обедня, литургия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λειτουργία
-
2 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
3 деятельность
-и θ.1. δραστηριότητα, δράση•революционная деятельность επαναστατική δράση•
общественная деятельность κοινωνική δράση.
2. λειτουργία•деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•
высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.
|| επίδραση, επενέργεια•разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.
-
4 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
5 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
6 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
7 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
8 функция
1. мат. η συνάρτησηвозрастающая - αύξουσα -, αυξανόμενη -- действия мех. - δράσηςпоказательная - см. экспоненциальная -2. биол. η λειτουργία 3. (значение, назначение) о προορισμόςο ρόλος4. (явление, зависящее от другого) η λειτουργίατο φαινόμενο5. (круг деятельности, обязанность) το καθήκον, η υποχρέωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > функция
-
9 эксплуатация
(использование) η εκ-μετάλλευσ/ηη χρήση, η λειτουργίαвводить в - ю βάζω/θέτω σε λειτουργίαвыводить из - и βγάζω από τη χρήση/εκμετάλλευσηдата пуска в - ю ημερομηνία αρχικής - ης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксплуатация
-
10 действие
действие с 1) η ενέργεια, η δράση 2) (влияние ) η επί δραση 3) (функционирование ) η λειτουργία 4) театр, η πράξη* * *с1) η ενέργεια, η δράση2) ( влияние) η επίδραση3) ( функционирование) η λειτουργία4) театр. η πράξη -
11 функция
-
12 действие
действ||иес1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες. -
13 служба
слу́жб||аж1. ἡ ὑπηρεσία/ ἡ θέση (место):госуда́рственная \служба ἡ κρατική ὑπηρεσία· действительная \служба воен. ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία· быть на военной \службае ὑπηρετώ στον στρατὅ поступить на \службау μπαίνω στήν ὑπηρεσία, διορίζομαι·2. (отрасль, организация) ἡ ὑπηρεσία, то τμήμα:\служба связи воен. ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων \служба погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία·3. церк. λειτουργία, ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία·4. \службаы мн. (постройки) уст. τά παραρτήματα σπιτιοϋ, τά ὑπηρεσιακά κτίρια· ◊ сослужить кому́-л. \службау παρέχω ἐκδούλευση σέ κάποιον не в \службау, а в дру́жбу погов. χάριν φιλίας. -
14 управление
управлениес1. (действие) ἡ διεύθυνση[-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:\управление государством ἡ διοίκηση τοῦ κράτους· \управление самолетом ἡ διακυβέρνηση ἀεροπλάνου·2. (учреждение) ἡ διεύθυνση:главное \управление ἡ κεντρική διεύθυνση·3. (совокупность приборов, механизмов) ἡ λειτουργία, ἡ διεύθυνση [-ις]:автоматическое \управление ἡ αὐτόματη λειτουργία· рулевое \управление κυβερνούμενο μέ πηδάλιο, πηδαλιουχούμενον4. грам. τό συμπλήρωμα· ◊ оркестр под \управлением... ἡ ὁρχήστρα ὑπό τήν διεύθυνσιν.. -
15 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
16 average sample number function
= ASN functionFrench\ \ effectif moyen contrôlé (fontion de qualité); variation de l'effectif moyen de l'échantillonGerman\ \ mittlerer Stichprobenumfang (als Funktion des Parameters); Funktion des mittleren Stichprobenumfanges (in Abhängigkeit von der vorgelegten Qualität)Dutch\ \ gemiddelde steekproefomvang; functie van de gemiddelde steekproefomvang (als functie van de partijkwaliteit); ASN-functieItalian\ \ funzione della dimensione media del campione; funzione della numerosità media del campioneSpanish\ \ función del número muestral promedioCatalan\ \ funció de la grandària mostral mitjanaPortuguese\ \ função da dimensão média da amostraRomanian\ \ -Danish\ \ gennemsnitlige antal prøver funktion; ASN funktionNorwegian\ \ gjennomsnittlig antall sample-funksjon; ASN funksjonSwedish\ \ funktion för genomsnittligt provuttagGreek\ \ μέσος αριθμός του δείγματος λειτουργία; ASN λειτουργίαFinnish\ \ näyteyksiköiden odotettu määrä funktioHungarian\ \ átlagos mintaszám függvényTurkish\ \ ortalama örnek sayısı işlevi (fonksiyonu) (ASN veya ORÖS); ortalama örnek sayısı fonksiyonu (ASN veya ORÖS)Estonian\ \ keskmise valimimahu funktsioonLithuanian\ \ vidutinės imties skaitinė funkcija; ASN funkcijaSlovenian\ \ povprečni vzorec številka funkcijo; ASN funkcijoPolish\ \ funkcja oczekiwanej liczby obserwacji; funkcja przecięnej liczności próbyRussian\ \ функция среднего объема выборкиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ meðaltal úrtaks fjölda virka; ASN virkaEuskara\ \ batez besteko lagin kopurua funtzioaFarsi\ \ tabe-e mot v sete tedade nemoone; tabe-e ASNPersian-Farsi\ \ بافتنگار میانگین انتقالیArabic\ \ دالة متوسط حجم العينةAfrikaans\ \ gemiddelde steekproefgrootte-funksieChinese\ \ 平 均 样 本 数 函 数Korean\ \ 평균표본수함수 -
17 error function
= Kramp functionFrench\ \ fonction de l'erreurGerman\ \ FehlerfunktionDutch\ \ error-functie; verdelingsfunctie van de standaard-normale verdelingItalian\ \ funzione dell'erroreSpanish\ \ función del errorCatalan\ \ funció d'error; funció de KrampPortuguese\ \ função erro; função KrampRomanian\ \ funcţia de eroare; Kramp funcţieDanish\ \ fejlfunktion; KrampfunktionNorwegian\ \ feil funksjon; Kramp funksjonSwedish\ \ felfunktion; KrampfunktionGreek\ \ λειτουργία λάθους; λειτουργία KrampFinnish\ \ virhefunktioHungarian\ \ hibafüggvényTurkish\ \ hata işlevi; hata fonksiyonu; yanılgı işlevi; yanılgı fonksiyonu; Kramp fonksiyonuEstonian\ \ veafunktsioonLithuanian\ \ paklaidos funkcijaSlovenian\ \ funkcija napaka; Krampova funkcijaPolish\ \ funkcja błęduRussian\ \ функция ошибок; интеграл (вероятности) ошибок; функция КрампаUkrainian\ \ функція помилокSerbian\ \ функција грешке; Крампова функцијаIcelandic\ \ villa virka; Kramp fallEuskara\ \ errore funtzio; Kramp funtzioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ تابع خطاArabic\ \ دالة الخطا؛ دالة كرامباAfrikaans\ \ foutfunksieChinese\ \ 误 差 函 数Korean\ \ 오차함수 -
18 frequency response function
= transfer functionFrench\ \ fonction de transfert.German\ \ Frequenzantwortfunktion; ÜbergangsfunktionDutch\ \ frequency response function; transfer-functieItalian\ \ funzione di transferimentoSpanish\ \ función de transferenciaCatalan\ \ funció de resposta de freqüències; funció de transferènciaPortuguese\ \ função de transferênciaRomanian\ \ funcţie de răspuns în frecvenţă; funcţia de transferDanish\ \ frekvensresponsfunktionen; overføringsfunktionNorwegian\ \ frekvensrespons funksjon; transferfunksjonSwedish\ \ frekvenssvarsfunktionGreek\ \ λειτουργία απάντησης συχνότητας; λειτουργία μεταφοράςFinnish\ \ siirtofunktio; muunnosfunktioHungarian\ \ gyakorisági válasz függvény; átviteli függvényTurkish\ \ sıklık (frekans) yanıt fonksiyonu; transfer işleviEstonian\ \ ülekandefunktsioonLithuanian\ \ transformacijos funkcijaSlovenian\ \ funkcija frekvenčnega odziva; prenosna funkcijaPolish\ \ funkcja częstości reakcji; funkcja transferowaRussian\ \ амплитудно-частотная функция (АЧФ); функция преобразованияUkrainian\ \ Частотна характеристика функції, передача функційSerbian\ \ funcţie de răspuns în frecvenţă; funcţia de transferIcelandic\ \ tíðnisvörun virka; flytja fallEuskara\ \ maiztasun erantzuna funtzioa; transferentzia funtzioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ واکنش فرکانس عملکرد؛ تابع انتقالArabic\ \ دالة استجابة التكرار ؛ دالة التحويلAfrikaans\ \ frekwensieresponsfunksie; oordragfunksieChinese\ \ 频 率 向 应 函 数; 转 换 函 数Korean\ \ 빈도[도수]반응함수, 전이함수 -
19 неполадки
-док, -дкам (ενκ. неполадка -и θ.) ανωμαλίες στη λειτουργία, μικροβλάβες αδιόρθωτες•неполадки в машине ανωμαλίες στη λειτουργία της μηχανής.
|| παραξηγήσεις, γκρίνιες•неполадки отца с матерью γκρίνιες του πατέρα με τη μάνα.
-
20 обедня
-и θ.θεία μυσταγωγία λειτουργία•служить -го ιερουργώ, λειτουργώ•
заупокоиная обедня επιμνημόσυνη λειτουργία νεκρώσιμη ακολουθία•
ранняя обедня εωθινή ακολουθία•
поздняя обедня ολονυχτία, ολονύχτια ακολουθία.
εκφρ.испортить (всю) -ю кому – (απλ.) χαλώ (όλη) την υπόθεση κάποιου, ματαιώνω (όλα)τα σχέδια.
См. также в других словарях:
λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… … Dictionary of Greek
λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)